OPINIONS

Μόνοι τους και όλοι μας

Ο Μάνος Μίχαλος γράφει για τους αθλητές Δημήτρη Διαμαντίδη και Βασίλη Σπανούλη που είναι το πιο ωραίο δώρο που μπορούμε να έχουμε κι εμείς και τα παιδιά μας, αρκεί να έχουμε την ωριμότητα να μην το πετάμε και το σπάμε, γιατί το εργοστάσιο δεν βγάζει κάθε μέρα.

Δεν τον αντέχουμε ως Έλληνες τον πολιτισμό και τον γεννήσαμε με βάση τις γραφές και την ιστορία. Δυσκολευόμαστε να αποδεχθούμε την ύπαρξη του, να διαχειριστούμε την επίδραση που έχει πάνω μας και συγκεκριμένα στα συναισθήματα μας.

Είναι γεγονός ότι ο 4ος τελικός ανάμεσα στον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό, θα μείνει για πολλά στη μνήμη μας, αγωνιστικά και μη, αλλά δύσκολα θα επιδράσει πραγματικά πάνω στην πορεία του επαγγελματικού αθλητισμού. Λίγοι θα είναι εκείνοι που θα κρεμάσουν τη φωτογραφία-μνημείο που απαθανάτισε ο φακός, με τον Βασίλη Σπανούλη να πατάει μπροστά στον αμυνόμενο Δημήτρη Διαμαντίδη, με τους δυο τους να παγιδεύουν σε αυτή την πολύ μικρή στιγμή της ζωής, δύο από τις σημαντικότερες αθλητικές καριέρες και προσωπικότητες που έχουν δει τα μάτια μας.

Related content

Βέβαια και για τον Διαμαντίδη, μπορεί εντός ΟΑΚΑ να έζησε πολλά, αλλά μακριά από αυτό και συγκεκριμένα στο ΣΕΦ δεν πέρασε και λίγα. Το πιο πρόσφατο περιστατικό όπου θεωρήθηκε έγκλημα το να θέλουν ΠΑΙΔΙΑ να φωτογραφηθούν μαζί του στην τελευταία όπως αποδείχθηκε επίσκεψη του στο Φάληρο, είναι δείγμα που πρέπει δυστυχώς να μας κάνει να κρατάμε μικρό καλάθι για όλον αυτόν τον πολιτισμό, την ανακωχή και την πραγματικά αθλητική ατμόσφαιρα που είχαμε στο ΟΑΚΑ το βράδυ του 4ου τελικού. Δεν θέλω να επικρατεί μηδενισμός και πεσιμιστική διάθεση, αλλά είναι σαν τα πρωταθλήματα του Ολυμπιακού: Αν δεν γινόταν 2 φορές συνεχόμενες, δεν θα έφευγε εύκολα ο καημός για “πραγματική” επιστροφή των ερυθρολεύκων στην ελληνική κορυφή (γιατί στην Ευρώπη η καθιέρωση των τελευταίων ετών δεν χωράει αμφισβήτηση). Το ίδιο ισχύει και για τις αβρότητες, τα εκατέρωθεν συγχαρητήρια και τις καλές προθέσεις που είδαμε χθες, αλλά ίσως να ήταν πολλά διαφορετικά αν δεν ήταν η τελευταία παράσταση του Διαμαντίδη ή αν το αποτέλεσμα ήταν απλώς διαφορετικό και πηγαίναμε σε πέμπτο αγώνα.

Δεν μπορούμε να το καταλάβουμε ούτε να το νιώσουμε στον απόλυτο βαθμό τώρα, αλλά η αξία του να βλέπουμε τον Διαμαντίδη και τον Σπανούλη στα γήπεδα είναι πολύ παραπάνω και από αυτήν που καταγράφει όλα αυτά τα χρόνια ο εγκέφαλος μας. Το ίδιο συνέβη και με τον Γκάλη και τον Γιαννάκη, το ίδιο συνέβη και με τον Τζόρνταν, τον Μάτζικ, το ίδιο και με παίκτες Ευρωπαίους και τεράστιους σε μέγεθος. Όσο θα περνούν τα χρόνια και όταν θα σταματήσει ο Σπανούλης (αν και στις δηλώσεις του φάνηκε πρόθυμος να ιδρώνει για 2 χρόνια ακόμα τουλάχιστον), θα γυρίσουμε πίσω να κάνουμε τον απολογισμό του ελληνικού μπάσκετ τα τελευταία 15-20 χρόνια και θα δούμε ότι είναι ό,τι πιο υψηλό έχει παράξει ο αθλητισμός μας σε περιουσιακό στοιχείο. Και αυτό δεν είναι ούτε μασονικό, ούτε μπασκετική εμμονή, ούτε τίποτα. Μόνο τα παιδιά που στράφηκαν στα γήπεδα και τον αθλητισμό αυτά τα 15-20 χρόνια επειδή είδαν, έζησαν και κάποια τυχερά γνώρισαν/μίλησαν/άγγιξαν τον Διαμαντίδη, τον Παπαλουκά, τον Σπανούλη, τον Φώτση, τον Πρίντεζη και όλους αυτούς τους εξαιρετικούς παίκτες, αλλά περισσότερο απ’ όλα μεγάλους αθλητές, είναι το πιο σημαντικό κέρδος αυτής της ιστορίας.

Μπορεί τα 12 πρωταθλήματα του Ολυμπιακού, τα back to back σε Ελλάδα και Ευρώπη, τα αστέρια του Παναθηναϊκού και όλα αυτά τα τιμαλφή να λάμπουν, αλλά δεν είναι διαμάντια και δεν λάμπουν παντοτινά, γιατί έρχονται κι άλλα αργά ή γρήγορα όταν μιλάμε για μεγάλες ομάδες όπως αυτές οι δύο. Το ένα πρωτάθλημα ακολουθεί το άλλο και κάπως έτσι, μπερδεύεις στο μυαλό σου ποιο ήταν το πιο ωραίο, το πιο σημαντικό, το πιο μάγκικο. Όμως, δύσκολα ξεχνάς ανθρώπους και τις ιστορίες, τις εικόνες και τα βιώματα ή και τα μαθήματα που σου έδωσαν με έμμεσο ή άμεσο τρόπο. Το ότι στην Ελλάδα, βέβαια, βεβηλώνουμε ανθρώπους και κληρονομιές, παίροντας θέση για το αν πρέπει ένα γήπεδο να ονομαστεί “Νίκος Γκάλης” ή “Δημήτρης Διαμαντίδης”, είναι δείγμα ή μάλλον απόδειξη του προβλήματος που έχουμε απέναντι στον πολιτισμό και την “υγεία”. Δυσκολευόμαστε να διαχειριστούμε τα θετικά και είμαστε ταλαντούχοι να χτίζουμε πάνω στα αρνητικά. Με συγχωρείτε, αλλά κάθε ανοιχτό γήπεδο πρέπει να έχει και από ένα όνομα αθλητή. Το ίδιο και στο ποδόσφαιρο, αλλά εκεί πρώτα να αποκτήσουμε ανοιχτά γήπεδα, γιατί μόνο μουντιαλίτο υπάρχουν, γεγονός που αποτελεί και τροχοπέδη στην ανάπτυξη του συγκεκριμένου αθλήματος στην Ελλάδα, το οποίο ωστόσο παραμένει βασιλιάς των σπορ ασχέτως αν στην Ελλάδα μαθαίνουμε το λάθος ποδόσφαιρο (εντός κι εκτός γηπέδου).

Ο Διαμαντίδης αποχώρησε από το άθλημα προσφέροντας πάρα μα πάρα πολλά στην κοινωνία γενικότερα. Έδειξε ότι ένα παιδί από την επαρχία μπορεί να φτάσει στην κορυφή του κόσμου χωρίς γλειψίματα, χωρίς σπρώξιμο στην εφηβική ηλικία, χωρίς δημόσιες σχέσεις. Ο Σπανούλης το ίδιο. Από τη Λάρισα και έναν νεαρό που ήθελε να ξεφύγει από το θάνατο του πατέρα του, κατάφερε να ζήσει την οικογένεια του και να χτίσει μια πολύ μεγάλη και όμορφη δική του, κερδίζοντας αντιπάλους αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του πολλές φορές. Αθλητές που αν ήταν έξω, θα θέλαμε να έχουμε σαν αυτούς και τώρα που είναι μέσα, τους αγαπάμε, τους λατρεύουμε αλλά παράλληλα πιστεύουμε ότι μας ανήκουν, οπότε μπορούμε να τους ανεβοκατεβάζουμε στο ranking του σεβασμού μας, ανάλογα με τις διαθέσεις μας και ακόμα χειρότερα ανάλογα με τα αποτελέσματα.

Προς Θεού, κανείς δεν είναι τέλειος. Ούτε ο Διαμαντίδης ήταν, ο Σπανούλης είναι, ούτε υπάρχει λόγος να τους παρουσιάζουμε κι εμείς ως τέλειους. Γιατί, πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας ότι ο Δημήτρης Διαμαντίδης και ο Βασίλης Σπανούλης είναι άνθρωποι και όχι θεοί, ακόμα και αν υπάρχουν στιγμές ή βραδιές που μοιάζουν με τέτοιους και φαίνεται σαν είναι μόνοι τους και όλοι μας...

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ