OPINIONS

Ταλέντο και παπα$ιές

Ταλέντο και παπα$ιές

Ο Μάνος Μίχαλος χώρεσε σε ένα κείμενο τον Παναγιώτη Βασιλόπουλο, τον Νίκο Παππά και τον Λούκα Ντόνσιτς καταλήγοντας στο συστατικό που κάνει ένα παίκτη κορυφαίο και πρότυπο.

Υπάρχουν άνθρωποι που δεν πιστεύουν στο μάτι, υπάρχουν άλλοι που κυκλοφορούν με μια χάντρα στο λαιμό τους, στο λεβιέ των ταχυτήτων, μέσα στο πορτοφόλι τους και κάθε τρεις και λίγο στέλνουν SMS στη μάνα τους (ή messenger, γιατί κάποιες έχουν μπει στο Facebook με τα μπούνια, ευτυχώς όχι η δικιά μου) “μαμά, ξεμάτιασε με λίγο σε παρακαλώ”.

Η αλήθεια είναι ότι δεν γνωρίζω ή μπορεί να μου το είχε πει τότε και να μην το θυμάμαι, αν ο Παναγιώτης Βασιλόπουλος πιστεύει στο μάτι, αλλά είμαι βέβαιος ότι δεν τον έπιασε κανένα ξεμάτιασμα αμέσως μετά την υπογραφή του δεύτερου συμβολαίου του με τον Ολυμπιακό, το μακρινό πια καλοκαίρι του 2007. Τότε, με το συμβόλαιο του να έχει ξεπεράσει το 1 εκατομμύριο ευρώ το χρόνο, ο προερχόμενος από το Κάτω Σαμικό Ηλείας (κοντά στον Μάραθο του φίλου Θανάση Κρεκούκια) διεθνής φόργουορντ, είχε, άθελα του, προκαλέσει τους πάντες. Δεν πρέπει να παίρνει τόσα χρήματα ο Βασιλόπουλος, δεν έχει το ταλέντο που αντιστοιχεί σε τέτοιο συμβόλαιο, ήταν μια βασική επιχειρηματολογία που την άκουγες είτε από φιλάθλους -ή και ανθρώπους- του Ολυμπιακού, είτε από φιλάθλους αντιπάλων ομάδων, είτε από δημοσιογράφους, παράγοντες, μάνατζερ.

Όντως ο Βασιλόπουλος δεν ήταν, δεν είναι και σίγουρα στα 33 του πια, δεν θα γίνει ένας παίκτης που θα τον βλέπεις και θα παραμιλάς, όπως ο Λούκα Ντόνσιτς για παράδειγμα ο οποίος στα 18 του θυμίζει από Τόνι Κούκοτς (σε τεχνική) μέχρι λευκό Λεμπρόν (σε πληρότητα προσόντων). Ψηλός μεν (ο Βασιλόπουλος), άτεχνος δε. Λιγνός μεν, άκαμπτος δε. Πολύ γρήγορος στα πόδια, αλλά με μέτριο ball handling για τη θέση “3”. Το σουτ του, μια άλλη ιστορία, ενδεικτική του χαρακτήρα του. Ξεκίνησε με μέτριο σουτ, αλλά με πολλή δουλειά και προπόνηση πέρασε το μέσο όρο και έγινε μια αξιόπιστη απειλή αν τον άφηνες μόνο του. Δεν έγινε μπομπέρ, αλλά είχε τις χειροβομβίδες εύκολες. Εύκολες, σε σημείο που τελικά έσκασαν πάνω του μαζεμένες. Από το πολύ μάτι, ατυχία ή απλώς το κάρμα του, ο Βασιλόπουλος βρέθηκε σε μια κατηφόρα γεμάτη από λακκούβες, τραυματισμούς, διαλυμένους χιαστούς, πόνους στη μέση, περίεργες παθήσεις. Μέσα σε όλα; Έχασε τον πατέρα του, ένα από τα σημαντικότερα στηρίγματα της ζωής του (ευτυχώς η ζωή του αυτά τα χρόνια είχε και μεγάλες θετικές εξαιρέσεις, όπως η γνωριμία με τη διεθνή τερματοφύλακα στο πόλο, Μαρία Τσουρή και το ξεκίνημα της δικής του, όμορφης, οικογένειας).

Βρέθηκε να παίζει μπάσκετ στην Α ΕΣΚΑΝΑ, στον Ερμή Πειραιά, πριν καν κλείσει τα 30 και ενώ μερικά χρόνια πριν ήταν πάνω στο βάθρο με την Εθνική ομάδα, στο Βελιγράδι. Μπήκε στις επιχειρήσεις, υποστηρίζοντας τη Μαρία στη Χίο (σ.σ. τουριστικές επιχειρήσεις και εστίασης), δημιούργησε ένα site-κίνημα για το πως μπορεί τα παιδιά να γίνουν σωστοί αθλητές που δεν θα τα παρατούν, θα προσπαθούν ως το τέλος και θα αγαπάνε τον αθλητισμό και όχι τον πρωταθλητισμό. Την ίδια στιγμή αποφάσισε να κατέβει υποψήφιος στις περιφερειακές εκλογές (ως σύμβουλος) με τον Γιάννη Σγουρό, κοινωνικοποιήθηκε ακόμα περισσότερο και είδε τον αγαπημένο του γιο, Κωνσταντίνο, ως το μεγαλύτερο κίνητρο για να επιστρέψει δυνατός όχι απλά στα παρκέ, αλλά σε υψηλό επίπεδο. Η φράση “θέλω να με δει ο γιος μου να παίζω”, μπορεί να ενώσει και χιαστούς, καλύτερα από οποιοδήποτε μόσχευμα. Πλέον ο Παναγιώτης Βασιλόπουλος πρωταγωνιστεί στη Basket League με τη φανέλα του Άρη, κλήθηκε ξανά στην Εθνική και προσωπικά συνειδητοποιώ ότι ο τύπος έπαιρνε και λίγα όταν έπαιζε στον Ολυμπιακό.

Όχι, επειδή τότε η ερυθρόλευκη ΚΑΕ έκαιγε περισσότερα χρήματα από όσα έπρεπε, αλλά επειδή τα έκαψε πάνω σε λάθος πρόσωπα. Ο Βασιλόπουλος δεν ήταν ποτέ κακό deal. Όσο τον βαστούσαν τα πόδια του, εκπροσώπησε την ομάδα και υπηρέτησε τους αγωνιστικούς στόχους της στο 101%. Έμπαινε στο γήπεδο και έβλεπες έναν παίκτη να είναι διαρκώς σε κίνηση, σε εγρήγορση. Έβγαινε από το γήπεδο και δεν τον έψαχνες δεξιά και αριστερά, σε ξενύχτια και ποτά. Δεν επιτέθηκε σε προπονητές, δεν αμφισβήτησε αποφάσεις του, δεν έβγαλε τα τέτοια του στα social media για να μας τα δείξει, επειδή έτσι. Επειδή “εντάξει μωρέ, είναι λίγο οξύθυμος και ξεφεύγει”. Επιτρέψτε μου να ξέρω τι είναι το “οξύθυμος” και τι μαλακίες έχω κάνει στη ζωή μου, επειδή ξέφυγα. Πόσες Παππάριες έχω κάνει. Ο Βασιλόπουλος έβγαλε λεφτά από το μπάσκετ, τότε, γιατί έδινε το παραπάνω από αυτό που είχε. Εκεί ξεχωρίζουν οι παίκτες. Στο αν παίρνουν το ταλέντο τους και το καίνε ή παίρνουν τις μέτριες τεχνικές προδιαγραφές τους και τις πολλαπλασιάζουν μέσα από τη δουλειά και κυρίως τη σωστή προσέγγιση.

Ο Ντόνσιτς δεν είναι ο κορυφαίος παίκτης αυτή τη στιγμή, επειδή στα 18 του κάνει παπάδες (και όχι Παππάδες), αλλά επειδή τον βλέπεις με τη Ρεάλ και την Εθνική Σλοβενίας και νιώθεις ότι είναι 32 ετών, με κιλά ηρεμίας και ηγετικών ικανοτήτων. Θες να γίνεις Ντόνσιτς όταν μεγαλώσεις. Είναι πρότυπο. Έτσι ήταν ο Διαμαντίδης. Έτσι είναι ο Σπανούλης. Ο Πρίντεζης. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης. Όποιος δεν βλέπει τον εαυτό του ως παράδειγμα για τα παιδιά που έρχονται, είτε είναι στον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό είτε στο Κουκάκι BC, είναι απλώς περαστικός, που τσακώνεται στο φανάρι επειδή ξύπνησε στραβά, μια ακόμα γραμμή στη στατιστική ιστορία του μπάσκετ. Μια ανάρτηση σε ένα timeline.

Το ταλέντο δεν σε σώζει από τον εαυτό σου. Εσύ είσαι αυτός, που μπορείς να σώσεις το ταλέντο σου. Με παπαριές, δουλειά δεν γίνεται.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ