ΒΑΛ' ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ

Το κοντό σουτ του Μπατή

Το κοντό σουτ του Μπατή

Ο Κώστας Μπατής έφυγε ξαφνικά από τη ζωή και ο Βασίλης Σκουντής τον κατευοδώνει σε αυτή τη μακαρία οδό που πορεύεται προς την κονσόλα των μεταδόσεων στα γήπεδα του Παραδείσου.

Λέγανε παλιά πως άμα σου χτυπήσουν χαράματα το κουδούνι και δεν δεις τον γαλατά, τότε σίγουρα θα είναι ο χωροφύλακας!

Το ίδιο, που να πάρει η οργή, συμβαίνει και με τα τηλεφωνήματα όταν σκάνε τα πρωινά της Κυριακής...

Δεν είναι ποτέ για καλό!

Ένα τέτοιο δέχθηκα σήμερα από τον Νίκο Φιλίππου και δεν ήταν για καλό.

Για την ακρίβεια, ήταν για κάτι πολύ κακό!

Λίγες ώρες νωρίτερα είχε φύγει από τη ζωή, στον ύπνο του σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στη Δημητσάνα όπου πήγε για να περάσει το τριήμερο ο Κώστας Μπατής.

Κοντό Σαββατοκύριακο, κοντό το νήμα της ζωής του. Κοντά όλα, σαν τα κοντά σουτ, που συνήθιζε να αναφέρει στις τηλεοπτικές μεταδόσεις, όταν η μπάλα έφτανε με το ζόρι στο καλάθι.

Γελάγαμε τότε και τον κοροϊδεύαμε, αλλά ο Κώστας είχε απόλυτο δίκιο: υπήρχαν και εξακολουθούν να υφίστανται αυτά τα short shots, όπως τα αποκαλούν οι Αμερικανοί στις μεταδόσεις των αγώνων του ΝΒΑ.

Τον Μπατή τον γνώρισα πριν από σαράντα χρόνια και γίναμε φίλοι, χωρίς ούτε εγώ, ούτε αυτός να υποψιαζόμασταν τότε πως λίγα χρόνια αργότερα θα γινόμασταν συνάδελφοι.

Tον συνάντησα στα δικά μου δημοσιογραφικά πρωτόλεια, όταν αυτός ήταν παίκτης στον Παναθηναϊκό και μάλιστα, παρέα και με τον Τάκη Ευσταθίου, έκανα μαζί τους το πρώτο δημοσιογραφικό ταξίδι της καριέρας μου: στη Σόφια για τον αγώνα της 19ης Νοεμβρίου του 1981 με τη Λέφσκι Σπαρτάκ, στο δρόμο για την ιστορική πρόκριση των Πρασίνων στην τελική φάση (των «6») του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης.

Σε εκείνη την ομάδα, με προπονητή τον Κώστα Πολίτη και έφορο τον Τάσο Βαλοπετρόπουλο, έπαιζαν τότε ο Απόστολος Κόντος, ο Τάκης Κορωναίος, ο Ντέιβιντ Στεργάκος, ο Δημήτρης Κοκολάκης, ο Ανδρέας Παπαντωνίου, ο Κυριάκος Βίδας, ο Μέμος Ιωάννου, ο Γιώργος Κατσίνης, ο Νίκος Γκάρος, ο Γιάννης Γεωργανάς, ο Μανώλης Καλογερόπουλος, ο Χριστόφορος Καρανάσος και δυο Αμερικανοί που στρατολογήθηκαν μονάχα για την Ευρώπη, ο Κιθ Γούλφοκ και ο Ντέιβιντ Τόμπσον.

Δεν έπαιζε πολύ ο Μπατής, αλλά όποτε χρειάσθηκε έκανε τη δουλειά του, όπως στο ματς της 27ης Ιανουαρίου του 1982 με την Ντεν Μπος όταν χρεώθηκε πολύ νωρίς με φάουλ ο Aνδρέας Παπαντωνίου προσπαθώντας να αναχαιτίσει τον επιφανή Κέες Ακερμπουμ.

Τον φώναξε τότε ο «Τσολιάς» από τον πάγκο και ο Μπατής όχι μόνο τα κατάφερε στην άμυνα, αλλά σκόραρε κιόλας δέκα πόντους και συνέβαλε στη μοναδική νίκη του Παναθηναϊκού στον όμιλο με 88-77.

Την ανακάλεσε από τη μνήμη του σήμερα αυτή την ιστορία ο Παπαντωνίου. «Θυμάμαι μάλιστα ότι είχα ενθουσιασθεί από την εμφάνιση του και του φώναζα από τον πάγκο «φα’ τον ζωντανό, Κωστάκη, φα’ τον»!

Στο τέλος εκείνης της σεζόν ο Κώστας αποχώρησε από τον Παναθηναϊκό και συνέχισε την καριέρα του στον Μίλωνα και αργότερα στον Έσπερο, ενώ παράλληλα αποφοίτησε από την τότε ΕΑΣΑ και πήρε το πτυχίο του καθηγητή σωματικής αγωγής, μάλιστα τα τελευταία χρόνια εξασκούσε το επάγγελμα σε σχολεία και επίσης έκανε αφιλοκερδώς προπονήσεις σε προσφυγόπουλα!

Εκτός από τα τέσσερα πρωταθλήματα και τα δυο Κύπελλα Ελλάδος που κατέκτησε ως παίκτης του Παναθηναϊκού, ο «ψηλός», όπως τον λέγαμε στη δημοσιογραφική πιάτσα, είχε στο παλμαρέ του και ένα ασημένιο μετάλλιο στο Eurobasket Παίδων που διεξήχθη τον Ιούλιο του 1975 στο γήπεδο του Σπόρτιγκ στα Πατήσια.

Εκείνη την ομάδα, με προπονητές τον Κώστα Αναστασάτο και τον Θόδωρο Ροδόπουλο στελέχωναν εκτός από τον Κώστα, ο Γιαννάκης, ο Ανδρίτσος, ο Ιωάννου, ο Αγραφιώτης, ο Τσουμής, ο Καλπάκης, ο Χρυσικάκης, ο Πλωμαρίδης, ο Κακογεωργίου, ο Μαγκουνής, και ο (Παναγιώτης) Αλεξανδρής.

Μάλιστα ο Μπατής έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στις νίκες επί της Ισπανίας στην πρώτη φάση και επί της Γιουγκοσλαβίας στον ημιτελικό, σκοράροντας 12 και 11 πόντους, χώρια η γενναιότητα του στις μάχες με πολύ ψηλότερους παίκτες μέσα στη ρακέτα.

Στη συνέχεια ήταν μέλος της Εθνικής ομάδων Εφήβων στα Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα του 1976 (Ροζέτο, Τέραμο) και του 1978 (Σαντιάγο ντε Κομποστέλα), ενώ συνολικά φόρεσε 43 φορές τη φανέλα με το εθνόσημο και σκόραρε 347 πόντους.

Όταν εγκατέλειψε τη δράση κι αφού είχε περάσει και από το προπονητιλίκι (στις ακαδημίες του Κρόνου, μπορεί και αλλού) ο Μπατής βρέθηκε ξαφνικά και απρόσμενα-για τα ελληνικά δεδομένα- στις δημοσιογραφικές επάλξεις.

Πέρασε από εφημερίδες (Αθλητική Ηχώ, Πράσινη), από τηλεοπτικά κανάλια (Mega, ANT1, ΣΚΑΙ), από περιοδικά, από ραδιοφωνικούς σταθμούς και άφησε έντονο το αποτύπωμα του.

Όχι επειδή τάχα ο νεκρός δεδικαίωται, αλλά διότι είναι αλήθεια, ο Μπατής ήταν ψυχούλα: ΚΥΡΙΟΣ με κεφαλαία γράμματα, συνάδελφος όνομα και πράγμα, σεβαστικός προς όλους και ένας άνθρωπος που δεν έβγαζε ποτέ ζήλιες, κακίες και κόμπλεξ.

Συνάμα δεν παρίστανε ποτέ τον έξυπνο και τον ξερόλα, ενώ διέθετε μια σπάνια αστική ευγένεια και μάλιστα συνήθως απευθυνόταν προς όλους στον πληθυντικό!

Εκείνη την εποχή όσοι γράφαμε στις εφημερίδες και στα περιοδικά και όσοι κάναμε μεταδόσεις στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο ήμασταν αυτοδίδακτοι και προσπαθούσαμε να καμουφλάρουμε τις αδυναμίες μας και να καλύψουμε τα κενά μας.

Ο Μπατής, έχοντας παίξει σε υψηλό επίπεδο, ήξερε καντάρια μπάσκετ και αυτό φαινόταν από τα εύστοχα σχόλια και τις παρατηρήσεις του, σε ό,τι αφορούσε και την τακτική των προπονητών και τις κινήσεις, τις αδυναμίες και τα πλεονεκτήματα των παικτών.

Ήξερε και τι έβλεπε και τι έλεγε!

Ακριβώς επειδή είχε παίξει και ήξερε μπάσκετ, η γνώμη του ήταν πάντοτε αποδεκτή και σεβαστή απ’ όλους όσους κριτίκαρε στη διάρκεια ενός αγώνα.

Συν τοις άλλοις πάντοτε προσπαθούσε να εξηγήσει όσο πιο απλά μπορούσε και να εκλαϊκεύσει τα συστήματα, τις κινήσεις και τις τακτικές.

Νιώθω σαν να ακούω τώρα τη φωνή του στη μετάδοση του αγώνα ΠΑΟΚ-Ορτέζ.

Λέβινγκστοοοοον και κοιτάξτε τι σημαίνει κάρφωμα!

Με την μπάσα φωνή και τις κοφτές φράσεις του είχε ένα δικό του ξεχωριστό στιλ στις μεταδόσεις, απέφευγε τις φανφάρες και συν τοις άλλοις εισήγαγε κιόλας νεωτερισμούς, που όπως έγραψα και προηγουμένως, εκείνη την εποχή δεν είχαν και μεγάλη πέραση.

Το κοντό σουτ, η γωνία της πάσας, η απόσταση της μιας πάσας και άλλες τέτοιες μπασκετικές κουβέντες, που μπορεί τότε να ακούγονταν περίεργες, αλλά αφενός ήταν ορθές και αφετέρου έμελλε αργότερα να καθιερωθούν στην καθομιλουμένη των μεταδόσεων.

Ως τηλεσχολιαστής στο μπάσκετ βρέθηκε για αρκετά χρόνια στην πρώτη γραμμή, μεταδίδοντας αγώνες του ελληνικού πρωταθλήματος, του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης, του ΝΒΑ (συμπεριλαμβανομένου του All Star Game το 1994 στη Μινεάπολις) και πάει λέγοντας.

Μεταξύ άλλων ο Κώστας συνέδεσε τη φωνή του με δυο πολύ ξεχωριστές και αξιομνημόνευτες «στιγμές» του ελληνικού μπάσκετ, που τον σημάδεψαν κιόλας.

Η μία είναι η σειρά των τελικών της Α1 ανάμεσα στον Αρη και στον ΠΑΟΚ τη σεζόν 1990-91, όταν το 2-0 από την κανονική περίοδο μετατράπηκε σε 2-2 και εντέλει σε 4-2 με τα νικητήρια καλάθια πρώτα του Παναγιώτη Γιαννάκη και ύστερα του Μπραντ Σέλερς.

Η άλλη είναι ο αγώνας του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ανάμεσα στη Ζαντάρ και στον Ολυμπιακό τη σεζόν 1992-93, όταν για να αξιωθεί να φτάσει στη «Dvorana Jazine» ταξίδεψε με αεροπλάνα, βαπόρια και ταξί, χώρια η περιπέτεια που τότε τραβήξαμε όλοι μας στο γήπεδο, λόγω του εμφυλίου πολέμου στη Γιουγκοσλαβία και της κολασμένης ατμόσφαιρας την οποία επέτεινε η παρουσία του Πάσπαλι, του Τάρλατς και του Τόμιτς.

Τα τελευταία χρόνια είχε αποτραβηχτεί από τα ΜΜΕ και τα έφερνε πέρα με μεγάλη δυσκολία: ταλαιπωρήθηκε πολύ και αντιμετώπισε μπόλικα προβλήματα στη ζωή του, αλλά προσπαθούσε να την ξαναστρώσει και μάλιστα ήθελε να ξαναγυρίσει στα δημοσιογραφικά δρώμενα...

Τον είχα συναντήσει πριν από μερικούς μήνες σε μια μπασκετική εκδήλωση και μιλάγαμε από καιρού εις καιρόν για τα «Χρόνια Πολλά» και τα σχετικά.

Σήμερα που έμαθα ότι τον πρόδωσε η (καλή) καρδιά του, δεν ένιωσα απλώς ότι έχασα έναν καλό συνάδελφο, μπασκετάνθρωπο και φίλο.

Περισσότερο ένιωσα ότι όλοι όσοι τον γνωρίσαμε, κάναμε παρέα, ήπιαμε ένα ουίσκι και καπνίσαμε ένα τσιγάρο μαζί του, χάσαμε ένα κομμάτι του εαυτού μας και του ευ ζην μας.

Καλοστραθιά να ‘χεις ρε Κωστάρα στον Παράδεισο και μακάρι να βρουν παρηγοριά και δύναμη τα παιδιά σου.

Και, όπως έγραψε στο Facebook, ο Γιάννης Παραγιός, «καλό ταξίδι ρε χαμάλη»!

Αυτή είναι ιστορία που τους ένωνε εδώ και 42 χρόνια: στο Eurobasket Εφήβων του 1978 στην Ιταλία, η Εθνική δεν είχε άλλον ψηλό και ο Κώστας με τον Γιάννη μοιράζονταν τη θέση του πενταριού, ως κατά συνθήκην σέντερ. Στο τέλος της διοργάνωσης, ο Μπατής πήρε ένα λάβαρο της ΕΟΚ έγραψε πάνω του «Ο ένας χαμάλης της ομάδας στον άλλο χαμάλη» και το χάρισε στον Παραγιό που το είδε σήμερα και βούρκωσε...

Το κοντό σουτ του Μπατή
TAGS ΒΑΛ' ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ